δι-

δι-
(ΑΝ)
α' συνθετικό που αποτελεί με ονόματα μεν ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν τον διπλασιασμό τού β' συνθετικού, όπως δικέφαλος, δίκωπος, διώροφος, δισύλλαβος κ.λπ. (αλλά και επίθετα, όπως δισύλλαβη λέξη, δίκωπος λέμβος), με ρηματικά δε επίθετα, τών οποίων η έννοια τού β' συνθετικού αποδίδεται διπλή στα ουσιαστικά στα οποία αναφέρεται, όπως (φύω) διφυής, (βάπτω) δίβαφος, (γένω) διγενής κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”